- ἄτιμα
- ἄτῑμα , ἄτιμοςunhonouredneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτιμᾶ — ἀτῑμᾶ , ἀτιμάω dishonour pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀτῑμᾶ , ἀτιμάω dishonour pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀτῑμᾶ , ἀτιμάζω hold in no honour fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμᾷ — ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres subj mp 2nd sg ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres subj act 3rd sg ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀτῑμᾷ , ἀτιμάζω hold… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίμα — ἀ̱τί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀτί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 2nd sg ἀτί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наисквьрньнъ — (1*) пр. Самый скверный: ˫ако же елиньска˫а лесть наискверньна. наше же таиньство высоко и бестр(с)тно. (ἄτιμα) ГБ XIV, 14а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek